γαλατόπετρα

γαλατόπετρα
και γαλαχτόπετρα και γαλόπετρα
μικρή πέτρα από γαλακτίτη την οποία κρεμούσαν στον λαιμό τής λεχώνας για να κατεβάσει γάλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • γαλατούσα — η [γάλα] 1. αυτή που έχει άφθονο γάλα 2. η γαλατόπετρα 3. (επίθ. της Παναγίας) η Γαλατιανή …   Dictionary of Greek

  • γαλόπετρα — η βλ. γαλατόπετρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”